- πατερικός
- -ή, -ό / πατερικός, -ή, -όν, ΝΜαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες τής Εκκλησίας («πατερικά κείμενα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ον. πληθ. πατέρες τού πατήρ + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek